κουνουπιέρα

κουνουπιέρα
η
ειδική καλύπτρα τού κρεβατιού από πολύ λεπτό διάτρητο ύφασμα για προφύλαξη αυτών που κοιμούνται από τα τσιμπήματα τών κουνουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνούπι + κατάλ. -ιέρα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουνουπιέρα — η κάλυμμα του κρεβατιού που εμποδίζει τα κουνούπια να ενοχλήσουν αυτόν που κοιμάται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καναπές — (canape). Μεγάλο κάθισμα που συνήθως διαθέτει πλάτη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν περισσότερα του ενός άτομα. Το ελληνικό του αντίστοιχο είναι ο σοφάς. Η λέξη προέρχεται από τη γαλλική canape, που με τη σειρά της προέρχεται από τον όρο canopeum… …   Dictionary of Greek

  • -ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… …   Dictionary of Greek

  • καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… …   Dictionary of Greek

  • κουνουπολόγος — ο κουνουπιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνούπι + λόγος (< λόγος < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. βοτανο λόγος, εντομο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • κωνωπείον — κωνωπεῑον, τὸ (Α) [κώνωψ] αραχνοειδές ύφασμα που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα πάνω από κρεβάτι, το οποίο περιβάλλει για προφύλαξη από τα κουνούπια, κουνουπιέρα …   Dictionary of Greek

  • κωνωπεών — κωνωπεών, ῶνος, ὁ (Α) [κώνωψ] κρεβάτι που έχει κουνουπιέρα …   Dictionary of Greek

  • κωνώπιον — κωνώπιον, τὸ (ΑM) κουνουπάκι μσν. κουνουπιέρα αρχ. κωνωπεών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ, ωπος + υποκορ. κατάλ. ιον ο τ. κουνούπι με κώφωση τού ω σε ου (πρβλ. κώδων κουδούνι)] …   Dictionary of Greek

  • κώνωψ — ο (AM κώνωψ, ωπος) 1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.) 2. ως κύριο όν. Κώνωψ μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο 3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» λέγεται γι αυτούς που… …   Dictionary of Greek

  • τούλινος — η, ο κατασκευασμένος από τούλι: Τούλινη κουνουπιέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”